Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τόγα — η, ΝΜ η τήβεννος τών Ρωμαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. toga «τήβεννος»] … Dictionary of Greek